Τα χημικά στοιχεία τα γνωστά από τους αρχαίους χρόνους
Από την εμφάνιση του Homo habilis μέχρι και το 4000 π.Χ. περίπου, ένα διάστημα δύο εκατομμυρίων ετών, ο άνθρωπος κατασκεύαζε τα εργαλεία και τα όπλα του από πέτρα, ξύλο ή οστά. Η πέτρα ήταν το πιο ανθεκτικό από αυτά τα υλικά, επομένως τα λίθινα αντικείμενα είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να διατηρηθούν μέχρι και σήμερα, ως τεκμήρια των αρχαίων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αυτή η μακρά περίοδος είναι γνωστή ως Λίθινη Εποχή, ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ρωμαίο ποιητή Τίτο Λουκρήτιο Κάρο (95-55 π.Χ.) και επαναφέρθηκε από έναν Δανό αρχαιολόγο, τον Christian Jurgensen Thomsen (1788-1865), το 1834.
Η Λίθινη Εποχή, με βάση τις εξελισσόμενες τεχνικές επεξεργασίας της πέτρας, χωρίζεται στην Παλαιολιθική, την Μεσολιθική και την Νεολιθική εποχή. Μερικές φορές, όμως, οι άνθρωποι της Λίθινης Εποχής έβρισκαν ορισμένες πέτρες που ήταν στιλπνές και βαρύτερες από τις συνήθεις πέτρες του ίδιου μεγέθους. Εξάλλου, όταν τις χτυπούσαν με ένα λίθινο σφυρί, δεν έσπαζαν όπως οι συνηθισμένες πέτρες, αλλά παραμορφώνονταν. Σήμερα υπάρχουν ψήγματα μετάλλων που είχαν υποστεί επεξεργασία από τον άνθρωπο γύρω στο 5000 π.Χ. ή και παλαιότερα. Λόγω της στιλπνότητάς τους και επειδή ο άνθρωπος, χτυπώντας τα με τον κατάλληλο τρόπο, μπορούσε να τους δώσει ενδιαφέροντα σχήματα, αρχικά χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά ως κοσμήματα.
Οι πέτρες αυτές περιείχαν μέταλλα. Υπάρχουν δεκάδες διαφορετικά μέταλλα, τα περισσότερα όμως απαντούν με τη μορφή ποικίλων ενώσεών τους στα διάφορα ορυκτά. Μόνο τα μέταλλα που είναι αδρανή και δεν οξειδώνονται εύκολα είναι πιθανόν να βρεθούν σε ελεύθερη κατάσταση, όπως λέγεται «αυτοφυή». Τα μέταλλα που έχουν στατιστικά μεγάλη πιθανότητα να υπάρχουν ως αυτοφυή είναι ο χαλκός, ο άργυρος και ο χρυσός. Η σπανιότητά τους είναι εμφανής και από το γεγονός ότι η ίδια η λέξη μέταλλο, που είναι ελληνική, προέρχεται από το ρήμα «μεταλλώ», που σημαίνει «ερευνώ, αναζητώ».
Χρυσός, Au
Το πιο περιζήτητο από τα μέταλλα ήταν ο χρυσός, γιατί έχει το πιο όμορφο χρώμα (ένα λαμπερό κίτρινο) και ήταν το βαρύτερο και πιο αδρανές. Ο χρυσός έχει το πλεονέκτημα να μην αλλοιώνεται με την πάροδο του χρόνου. Το διεθνές όνομα του χρυσού είναι gold και είναι Αγγλοσαξωνικής προέλευσης με βάση τη ρίζα ghel που σημαίνει κίτρινο αστραφτερό.
Αντίστοιχη είναι η λέξη που χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες. Το σύμβολο του στοιχείου είναι Au και προέρχεται από το Λατινικό aurum που σημαίνει κατά λέξη «αστραφτερή αυγή» και ανταποκρίνεται πλήρως στην εμφάνιση του μετάλλου.
Άργυρος, Ag
Ο άργυρος, που έχει αστραφτερό λευκό χρώμα, σκουραίνει με το πέρασμα του χρόνου. Το όνομα του στοιχείου είναι silver και πιθανότατα προκύπτει από το Αγγλοσαξωνικό seolfor για το οποίο υπάρχουν αρκετές απόψεις όσον αφορά την καταγωγή του.
Πάντως η σημασία του ήταν «εξευγενίζω με τήξη» και αναφέρεται οπωσδήποτε στη διαδικασία της μεταλλουργίας του κατά την οποία απομακρύνονται με τη διαδικασία της κυπέλλωσης. Το σύμβολο του στοιχείου είναι Ag και προκύπτει από το Λατινικό argentum το οποίο, όπως και το Ελληνικό ανάλογο «άργυρος» σημαίνει λευκός και αστραφτερός (αυτή άλλωστε ήταν και η αρχική σημασία του «αργός» στα πρώιμα Ελληνικά).
Χαλκός, Cu
Ο χαλκός έχει χαρακτηριστικό κοκκινωπό χρώμα. Το σύμβολο του στοιχείου είναι Cu και προκύπτει από το όνομα της νήσου Κύπρου, που ήταν μια από τις μεγαλύτερες πηγές χαλκού της αρχαιότητας. Για τους Έλληνες το σχετικό ορυκτό ή και το προϊόν πριν το τελικό στάδιο της μεταλλουργίας περιγραφόταν ως Κύπριον, δηλωτικό της καταγωγής του. Η λέξη μεταφέρθηκε στα Λατινικά ως Cuprum και στη συνέχεια στην Ευρώπη κατά τους μέσους χρόνους ως kupar, copor και τελικά copper που αποτελεί και τη σύγχρονη γενική ονομασία του στοιχείου.
Όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι μπορούν να εξαγάγουν τα μέταλλα από ορισμένα πετρώματα που ονομάζονται μεταλλεύματα, οι ποσότητες έγιναν αρκετές ώστε να μπορούν πλέον να τα χρησιμοποιούν όχι μόνο για κοσμήματα αλλά και για άλλους σκοπούς. Πιθανότατα το πρώτο μετάλλευμα που κατεργάστηκε μεταλλουργικά ήταν του χαλκού. Σε ορισμένα μεταλλεύματα, ο χαλκός απαντά ενωμένος με οξυγόνο ή άνθρακα ή και τα δύο. Η ανακάλυψη ότι ο χαλκός μπορεί να εξαχθεί σε καθαρή μορφή από αυτά τα μεταλλεύματα έγινε γύρω στο 4000 π.Χ.
Αναμφίβολα, η ανακάλυψη ήταν τυχαία. Μπορεί κάποιοι να άναψαν μια πολύ δυνατή φωτιά πάνω σε μετάλλευμα χαλκού. Τότε, λόγω της θερμότητας, ο άνθρακας που υπάρχει στο ξύλο και στο μετάλλευμα θα είχε ενωθεί με το οξυγόνο του μεταλλεύματος, σχηματίζοντας διοξείδιο του άνθρακα, ένα αέριο που θα είχε διαφύγει, αφήνοντας πίσω του μεταλλικό χαλκό. Κάποιος μπορεί να πρόσεξε τα κοκκινωπά σφαιρίδια μέσα στη στάχτη της φωτιάς.
Όταν τελικά θα κατανοήθηκαν οι περιστάσεις που οδήγησαν στο σχηματισμό τους, ο άνθρωπος θα άρχισε να αναζητά μεταλλεύματα χαλκού και να τα θερμαίνει σκόπιμα. Με τον τρόπο αυτό η φωτιά οδήγησε στην ανάπτυξη της μεταλλουργίας, δηλαδή της εξαγωγής μετάλλων από τα μεταλλεύματά τους. Μετά από αυτή την ανακάλυψη, έγινε πιο εύκολη η κατασκευή χάλκινων κοσμημάτων. Αλλά, ο χαλκός δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή εργαλείων. Ο λόγος ήταν καθαρά πρακτικός.
Η κόψη ενός εργαλείου αμβλύνεται με την χρήση, και αν το εργαλείο είναι πέτρινο, η αποκατάσταση της αρχικής του οξύτητας απαιτεί επίπονη εργασία. Αν το εργαλείο είναι χάλκινο, η αποκατάσταση γίνεται πολύ πιο εύκολα, με μερικά χτυπήματα, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει το μειονέκτημα ότι το εργαλείο αμβλύνεται πολύ εύκολα. Συνεπώς, ο χαλκός δεν προσφέρεται για την κατασκευή κοπτικών εργαλείων, γιατί η κόψη τους θα έπρεπε να αποκαθίσταται μετά από κάθε χρήση, όσο ασήμαντη κι αν ήταν αυτή η χρήση.
Κασσίτερος, Sn
Τα μεταλλεύματα χαλκού δεν είναι πάντοτε αμιγή. Μπορεί να περιέχουν και άλλες ουσίες, οι οποίες, όταν θερμανθούν, ενώνονται με τον χαλκό σχηματίζοντας ένα κράμα. Ένα τέτοιο μίγμα μετάλλων είναι αυτό που αποτελείται από χαλκό και αρσενικό. το αρσενικό όμως είναι δηλητήριο και οι άνθρωποι που το επεξεργάζονταν πιθανότατα θα αρρώσταιναν. Έτσι, αυτά τα μικτά μεταλλεύματα εγκαταλείφθηκαν. (Αυτή ήταν ίσως η πρώτη γνωστή περίπτωση στην οποία η ασφάλεια των εργαζομένων έπαιξε κάποιον ρόλο στην εξέλιξη στης τεχνολογίας).
Ευτυχώς, ανακαλύφθηκε ένα άλλο μίγμα το οποίο έδινε με την τήξη του μια σκληρή μορφή χαλκού. Ήταν το μετάλλευμα κασσιτέρου και η νέα σκληρή μορφή ήταν στην πραγματικότητα ένα κράμα χαλκού-κασσιτέρου. Το κράμα ονομάσθηκε μπρούντζος, πιθανώς από μια περσική λέξη που σήμαινε «χαλκός».
Ο μπρούντζος ήταν αρκετά σκληρός ώστε να μπορεί να ανταγωνισθεί την πέτρα. Η κόψη του διατηρούνταν περισσότερο και, φυσικά, όταν αμβλυνόταν μπορούσε να αποκατασταθεί με τα κατάλληλα χτυπήματα- αν και αυτό δεν χρειαζόταν να γίνεται συχνά. Ο μπρούντζος άρχισε να χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο για εργαλεία, όπλα και πανοπλίες. Το 3000 π.Χ., η Μέση Ανατολή είχε εισέλθει ήδη στην Εποχή του Ορειχάλκου, η οποία εξαπλώθηκε σιγά-σιγά προς όλες τις κατευθύνσεις, καθώς διαδόθηκαν οι μέθοδοι για την τήξη του χαλκού και την παρασκευή ορειχάλκου.
Το μεγάλο πολιτιστικό προϊόν της Εποχής του μπρούτζου ήταν η Ιλιάδα του Ομήρου, η ιστορία του Τρωικού Πολέμου (1200 περίπου π.Χ.), στον οποίο τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τρώες φορούσαν ορειχάλκινους θώρακες, κρατούσαν ορειχάλκινες ασπίδες και πολεμούσαν με ορειχάλκινα ξίφη και με λόγχες με ορειχάλκινες αιχμές.
Το σύμβολο του στοιχείου είναι Sn και αποτελεί συντομογραφία του stannum κι αυτό με τη σειρά του συνδέεται με το αρχαιότερο Ινδοευρωπαϊκό stagnum που είναι εμφανέστατο στους Έλληνες ότι αναφέρεται σε κάτι που στάζει. Φυσικά η αναφορά γίνεται στο χαμηλό σημείο τήξης του καθαρού μετάλλου το οποίο φαίνεται να συμπεριφέρεται ως υγρό και να στάζει κατά τη διαδικασία καθαρισμού του ή της ανάμιξής του με άλλα μέταλλα για το σχηματισμό κράματος.
Η Ελληνική ονομασία κασσίτερος σχετίζεται με τη ρίζα κασσ- που πιθανόν να σημαίνει τόπο προέλευσης. Η σύγχρονη αναφορά στο στοιχείο γίνεται ως Tin και μπορεί να ακολουθήσει μια πορεία μικρομετατροπών σε τοπικό επίπεδο από το αρχικό stannum μέσω του Ισπανικού estano στο Αγγλοσαξωνικό estean και τέλος στην τοπική διάλεκτο της Κορνουάλης που ήταν μεγάλος παραγωγός του μετάλλου τους πρώτους μ.Χ. αιώνες σε stean.
Σίδηρος, Fe
Ο σίδηρος είναι το 2ο σε αφθονία μέταλλο στον φλοιό της Γης (μόνο το αργίλιο υπάρχει σε μεγαλύτερες ποσότητες), αλλά εμφανίζεται πάντα ενωμένο με άλλα στοιχεία. Σε ελεύθερη μεταλλική μορφή υπάρχει μόνο σε μερικούς μετεωρίτες οι οποίοι τυπικά δεν αποτελούν μέρος της Γης. Κατά τα πρώτα στάδια του πολιτισμού, οι αρχαίοι έβρισκαν κατά καιρούς τέτοιους μετεωρίτες και τους χρησιμοποιούσαν.
Ο σίδηρος, σε σύγκριση με τον χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό, είναι ένα μέταλλο με απωθητική εμφάνιση, αλλά οι αρχαίοι διαπίστωσαν γρήγορα ότι ο σίδηρος των μετεωριτών είναι πιο σκληρός και ανθεκτικός ακόμη και από τον ορείχαλκο. Επειδή διατηρούσε την κόψη του πολύ καλύτερα από τον ορείχαλκο, ο σίδηρος είχε μεγάλη ζήτηση για την κατασκευή των κοπτικών τμημάτων των εργαλείων.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στις περιοχές όπου άνθησαν παλαιοί πολιτισμοί δεν βρίσκουμε καθόλου σιδηρούχους μετεωρίτες, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν χρησιμοποιηθεί.
Οι αρχαίοι δεν μπορούσαν να εξαγάγουν σίδηρο από μεταλλεύματα. Χάρη στην φωτιά από ξύλο είχαν κατορθώσει να παραγάγουν με σχετική ευκολία χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο, κασσίτερο και, αργότερα, ακόμη και υδράργυρο, όχι όμως και σίδηρο. Ο δεσμός του σιδήρου με τις άλλες ύλες του μεταλλεύματος είναι πολύ πιο ισχυρός και χρειάζονται υψηλότερες θερμοκρασίες για την απελευθέρωσή του.
Τελικά οι άνθρωποι παρασκεύασαν ξυλάνθρακα (κάρβουνο) καίγοντας ξύλα με ανεπαρκή παροχή αέρα, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται οι άλλες ουσίες και να παραμένει σχεδόν καθαρός ο άνθρακας. Ο ξυλάνθρακας καίγεται με ελάχιστη φλόγα, αλλά παράγει υψηλότερες θερμοκρασίες από το ξύλο.
Γύρω στο 1500 π.Χ., οι Χετταίοι της Μικράς Ασίας ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να εξάγουν σίδηρο από ορισμένα μεταλλεύματα, θερμαίνοντάς τα με ξυλάνθρακα. Στην αρχή όμως ο σίδηρος τους απογοήτευσε. Στην καθαρή του μορφή είναι ανθεκτικός, αλλά όχι τόσο σκληρός όσο ο καλύτερος ορείχαλκος. (Ο σίδηρος των μετεωριτών δεν είναι καθαρός. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα κράμα σιδήρου και νικελίου σε αναλογία 9 προς 1, κάτι που οι αρχαίοι δεν μπορούσαν να παρασκευάσουν, αφού αγνοούσαν το νικέλιο).
Το 1200 π.Χ., αναμφίβολα μετά από πολλές προσπάθειες και αποτυχίες, ανακαλύφθηκε ότι ο σίδηρος, αν τακεί με τον κατάλληλο τρόπο, μπορεί να προσλάβει πιο σκληρή μορφή. Αυτό συνέβη όταν ένα μέρος του άνθρακα που περιέχει το κάρβουνο αναμίχθηκε με τον σίδηρο και σχηματίστηκε το κράμα σιδήρου-άνθρακα που ονομάζουμε χάλυβα ή ατσάλι.
Το 1000 π.Χ., αυτές οι ανθρακούχες μορφές σιδήρου μπορούσαν να παραχθούν σε ποσότητες, με αποτέλεσμα να αρχίσει η Εποχή του Σιδήρου, η περίοδος κατά την οποία ο σίδηρος ήταν το κύριο μέταλλο από το οποίο κατασκευάζονταν όπλα και εργαλεία.
Ο αρχαιότερος κατεργασεμένος σίδηρος που βρέθηκε χρονολογείται περίπου στα 3.500 π.Χ. και όπως αποδείχθηκε από τη σύνθεση του κράματός του, περιείχε μεγάλο ποσοστό νικελίου και κατά συνέπεια η πηγή του αποδίδεται με βεβαιότητα σε μετεωρίτη. Τέτοια πηγή προέλευσης είχαν τα πρώτα σιδερένια τεχνουργήματα των Αιγυπτίων και Σουμερίων. Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, το υλικό τους (κυρίως ο σίδηρος δηλαδή) χαρακτηρίστηκε ως θεϊκό.
Η έκφραση αυτή στα Ετρουστικά είναι eisar και αποτελεί την πιο βάσιμη πηγή ονομασίας του μετάλλου καθώς εύκολα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τις μετατροπές του σε isern, ysern, yren στις διάφορες γλώσσες της κεντρικής Ευρώπης. Από την κατεύθυνση αυτή προέρχεται τη σύγχρονη διεθνής ονομασία Iron ενώ το σύμβολο προέκυψε από τη Λατινική ονομασία του μετάλλου, ferrum.
Μόλυβδος, Pb
Μέταλλο γνωστό από πολύ παλιά. Η αρχαιότερη ως τώρα παρουσία του καταγράφεται στο Catal Huyuk σε στρώμα που χρονολογήθηκε στο 6.500 π.Χ. Στις ανασκαφές της πόλης Ashur βρέθηκε ένα γιγαντιαίο κομμάτι βάρους 400 κιλών πιθανότατα μέρος αποθήκης με στόχο τη μεταφορά του είτε συνολικά είτε εν μέρει προς κάποιο μεταλλοτεχνίτη.
Το Ελληνικό όνομα είναι πιθανότατα δάνειο από προ-Ελληνική γλώσσα και πολλοί θεωρούν ότι αντιστοιχεί στο μεταγενέστερο «πελιός» που σημαίνει κυανό-μαύρο. Πάντως είτε μέσω των Ελληνικών είτε μέσω προγενέστερης κοινής γλώσσας ο Λατινικός όρος έγινε γνωστός ως plumbum και έδωσε στο στοιχείο το σύμβολό του. Άγνωστης ετυμολογίας είναι η Αγγλική λέξη που χαρακτηρίζει το στοιχείο και η οποία είναι η σύγχρονη επιστημονική του ονομασία (lead).
Υδράργυρος, Hg
Όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί φαίνεται να γνώριζαν το μέταλλο με τη χαρακτηριστική ιδιότητα να είναι υγρό (ευκίνητο). Σε καθαρή μεταλλική μορφή βρίσκεται τουλάχιστον από το 1.500 π.Χ. Το κυριότερο ορυκτό είναι το θειούχο που έχει το όνομα κιννάβαρι και από το οποίο προκύπτει πολύ εύκολα.
Η κύρια χρήση του ήταν στη μεταλλουργία άλλων μετάλλων με τη μέθοδο του σχηματισμού αμαλγάματος (Ελληνική λέξη που προέρχεται από την ιδιότητα των κραμάτων του να μαλάσσονται δηλαδή να πλάθονται εύκολα, η αντίστοιχη διεθνής ορολογία είναι amalgam). Σε μεταγενέστερους χρόνους έγινε χρήση της ιδιότητάς του αυτής με στόχο την κατασκευή επιχρυσωμένων και επαργυρωμένων επιφανειών.
Στη διαδικασία αυτή ένα στρώμα αμαλγάματος επικάλυπτε την επιφάνεια και στη συνέχεια το σύστημα θερμαινόταν έτσι ώστε να απομακρυνθεί ο υδράργυρος. Με επανάληψη της διαδικασίας για αρκετές φορές μπορούσε να αποτεθεί τελικά ένα λεπτό στρώμα του επιθυμητού μετάλλου.
Το όνομα του στοιχείου είναι χαρακτηριστικό της ιδιότητάς του, δηλαδή υγρός άργυρος. Κατά πολλούς ήταν ο φορέας της απόλυτης ιδεατής ιδιότητας του μετάλλου και για το λόγο αυτό αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία που μελετήθηκαν εξονυχιστικά από τους αλχημιστές. Το Ελληνικό όνομα μεταφράστηκε απολύτως στα Λατινικά ως Hydrargyrum και έδωσε το σύμβολο του στοιχείου ως Hg.
Άλλες ονομασίες σε διάφορες γλώσσες δίνουν την ίδια σημασία καθώς και το «ζωντανός άργυρος» ενώ η επίσημη σύγχρονη ονομασία του στοιχείου προέρχεται μεν από την Αγγλική γλώσσα και είναι Mercury, αντιστοιχεί όμως στην ιδιότητά του να είναι υγρό και άρα ευκίνητο στοιχείο όπως και ο θεός Mercury των Λατίνων, αντίστοιχος του Ελληνικού Ερμή που ήταν ο θεϊκός αγγελιοφόρος.
Θείο, S
Ένα από τα δύο μη μεταλλικά στοιχεία που ήταν γνωστά στους αρχαίους. Στα Ελληνικά είναι γνωστό ως θείο και σχετίζεται με την παρουσία του στα ηφαίστεια που θεωρούνταν κατεξοχήν μέρη διαμονής του θεού Ηφαίστου ή, σύμφωνα με άλλους, σχετίζεται και πάλι με τη φωτιά αλλά αυτή που εξαπέλυε με τους κεραυνούς του ο πατέρας θεών και ανθρώπων Ζεύς.
Το σύμβολο και το όνομα του στοιχείου, sulfur έχουν Λατινική προέλευση (sulpur) αν και δεν είναι ξεκάθαρη η πηγή της. Επειδή υπάρχουν όμως αρκετές σχετικές ρίζες σε διάφορες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, όπως π.χ. swefel, swebal, swel, φαίνεται ότι έχουν κοινή καταγωγή από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και έχουν όλες το νόημα του υλικού που καίγεται.
Η καύση του άλλωστε ήταν πολύ γνωστή από παλιά όσον αφορά τον απολυμαντικό της χαρακτήρα (μέσω των τοξικών οξειδίων του θείου που παράγονται) και αναφέρεται ήδη στους αρχαϊκούς χρόνους από τον Όμηρο ως μέσο εξαγνισμού.
Στη σύγχρονη εποχή τα οξείδια του θείου αποτελούν ένα από τους περιβαλλοντικά επιζήμιους παράγοντες καθώς με την ενσωμάτωσή τους σε νέφη μετατρέπονται σε αντίστοιχα οξέα του θείου και η επακόλουθη βροχή μεταφέρει στην περιοχή όπου πέφτει ένα αραιό διάλυμα αρκετά ισχυρών οξέων (όξινη βροχή) που καταστρέφουν τόσο το έδαφος όσο και την υπάρχουσα βλάστηση καθώς και την επιφάνεια αρκετών ανθρώπινων κατασκευών.
Άνθρακας, C
Οι δύο κυριότερες μορφές στις οποίες απαντά το στοιχείο είναι γνωστές από παλιά. Αναφορά σε διαμάντια φαίνεται να γίνεται για πρώτη φορά περίπου το 2.500 π.Χ. στην Κίνα ενώ οι Ρωμαίοι είχαν γνώση της παραγωγής ξυλάνθρακα από ξύλα. Το 1772 ο Lavoisier έδειξε ότι το διαμάντι είναι μορφή άνθρακα καίγοντας δύο δείγματα από τα δύο υλικά και καταγράφοντας ότι κανένα δε σχημάτισε υδρατμούς ενώ το ποσό του διοξειδίου του άνθρακα που έδωσαν ήταν ίδιο ανά γραμμάριο καιόμενης ουσίας.
Το 1779 ο Scheele έδειξε ότι και ο γραφίτης που ως τότε θεωρούνταν μια μορφή του μολύβδου, ήταν επίσης άνθρακας. Το 1786 τέλος, οι Berthollet, Monge και Vandermonde έκαναν ένα πείραμα αντίστοιχο με του Lavoisier με το γραφίτη και επιβεβαίωσαν την παρατήρηση του Scheele.
Το όνομα που έδωσαν στο στοιχείο αυτό ήταν carbone ή στην επίσημη Λατινική εκδοχή του carbonum, ως παράγωγο της αρχικής Λατινικής ονομασίας carbo για το κάρβουνο.