Αλχημιστική περίοδος
Με τον όρο αυτό γίνεται αναφορά στην περίοδο που περιλαμβάνει τα Ελληνιστικά χρόνια, την περίοδο της άνθησης του Αραβικού πολιτισμού καθώς και τους Μέσους χρόνους της δυτικής Ευρώπης και ολοκληρώνεται την περίοδο της Αναγέννησης. Στην περίοδο αυτή η επιστήμη της Χημείας δεν υφίσταται ως διακριτή, όπως δεν υφίσταται και εξέλιξη στις επιστήμες γενικότερα.
Τα χημικά στοιχεία ανακαλύπτονται από τον άνθρωπο από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, σε διαδοχικές φάσεις. Οι φάσεις αυτές δεν σχετίζονται ούτε με το είδος ούτε με τις ιδιότητες των στοιχείων παρά μόνο με την ανάγκη που είχε ο άνθρωπος να χρησιμοποιήσει κάποιο υλικό και με τις τεχνικές δυνατότητες που υπήρχαν κάθε περίοδο ώστε να ανιχνευθεί η παρουσία και να ταυτοποιηθεί ένα νέο στοιχείο.
Η επικράτηση της φεουδαρχικής διακυβέρνησης στη δυτική Ευρώπη με άμεση εξάρτηση από την εκκλησία της Ρώμης, του θρησκόληπτου Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και των διαρκών μεταβολών στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου μετά την άνοδο της Ρωμαϊκής εξουσίας, οδήγησαν στη δημιουργία του ρεύματος των Αλχημιστών οι οποίοι μπορεί να είχαν εσωτερικές ή πνευματικές αναζητήσεις οποιουδήποτε τύπου ωστόσο εκείνο που εντέχνως άφηναν να εννοηθεί είναι ότι ερευνούσαν είτε για το ελιξίριο της ζωής είτε για τη φιλοσοφική λίθο που θα επέτρεπε τη μετατροπή των κοινών μετάλλων σε χρυσό.
Φωσφόρος, P
«Η ανακάλυψη του φωσφόρου»
Οι αρχαίοι γνώριζαν εννέα στοιχεία ενώ τέσσερα ακόμη στοιχεία ήταν κατά πάσα πιθανότητα γνωστά και περιγράφηκαν από τους αλχημιστές του Μεσαίωνα και συγκεκριμένα ο φωσφόρος, το αρσενικό, το αντιμόνιο και ο ψευδάργυρος. Δεν είναι γνωστό ποιος ανακάλυψε αυτά τα στοιχεία και πότε.
Η κατάσταση άλλαξε όταν ο Γερμανός ερασιτέχνης χημικός Hennig Brand (πέθανε περί το 1710) άρχισε να αναζητά μια ουσία που θα του επέτρεπε να παρασκευάσει το χρυσό και για κάποιον λόγο, πίστευε ότι θα τη βρει στα ούρα. Πολλοί άλλοι αλχημιστές χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό το ξύδι.
Στη σημερινή ορολογία θα λέγαμε ότι προσπαθούσαν να πετύχουν μια όξινη ή αλκαλική διαδικασία υδρόλυσης και πράγματι από τέτοιες διαδικασίες απομονώθηκαν πολλές νέες ουσίες ενώ παράλληλα προχώρησε η έρευνα σχετικά με τη δυνατότητα παρασκευής πιο πυκνών και άρα πιο δραστικών διαλυμάτων οξέων και βάσεων.
Ο Brand δεν μπόρεσε βεβαίως να παρασκευάσει χρυσό, κατόρθωσε όμως, ίσως από το 1669 κιόλας, να απομονώσει μια λευκή κηρώδη ουσία, που καιγόταν άμεσα στον αέρα και που, γι' αυτόν το λόγο την ονόμασε φωσφόρο (phosphorus) από τις ελληνικές λέξεις φως και φέρω. Η λάμψη του οφειλόταν στην αυτογενή καύση του φωσφόρου στον αέρα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η διαδικασία που προαναφέρθηκε χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή φωσφόρου ως τα 1775 οπότε ο Scheele πέτυχε να παρασκευάσει το στοιχείο από κόκκαλα.
Αρσενικό, As
Αναφέρεται ότι πρώτος ο Albertus Magnus (1193-1280) αντιλήφθηκε την ύπαρξη ενός μεταλλικού παράγοντα στο υλικό που ήταν γνωστό από παλιότερα ως Αρσενικό. Μάλιστα στο βιβλίο του με τίτλο De Mineralibus περιγράφει τον τρόπο παραλαβής του σώματος αυτού κατά τη θέρμανση της γνωστής κίτρινης σανδαράχης με σαπούνι, παρόλο που δεν είναι εντελώς σαφές.
Η πρώτη σαφής αναφορά στην παρασκευή του μετάλλου αποδίδεται στον Johann Schröder (1600-1664) το 1649 κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα από τον Nicolas Lemery (1645-1715). Ο όρος σανδαράχη είναι πιθανότατα δάνειο από γλώσσες της Ανατολίας και ήταν ήδη γνωστός στον Αριστοτέλη, όπως και το ότι υπήρχε η κίτρινη και η ερυθρά σανδαράχη, που αντιστοιχούν σε διαφορετικής στοιχειομετρίας σουλφίδια του αρσενικού.
Η πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος είναι από το Αραβικό al-zarnīkh για το οποίο προτείνεται ότι προέρχεται από την Περσική zarnik που σημαίνει «στο χρώμα του χρυσού». Η Περσική έκφραση πιθανότατα ήρθε ως δάνειο στους Έλληνες οι οποίοι την υιοθέτησαν ως «αρσενικόν». Υπάρχει μια πολύ μεγάλη ομοιότητα με την Ελληνική έκφραση «αρρηνικόν» που σχετίζεται με το άρρεν και για το λόγο αυτό έχει γίνει μεγάλης έκτασης παρανόηση όσον αφορά την ετυμολογία της λέξης.
Κατά συνέπεια και εξ αιτίας της ισχυρής τοξικότητας πολλών ενώσεων του μετάλλου, του αποδόθηκε ο ισχυρός χαρακτήρας του άρρενος και η λέξη αρσενικόν πέρασε στα Λατινικά ως arsenicum και έδωσε στη συνέχεια την πλήρη ονοματολογία των ενώσεων του στοιχείου καθώς και το όνομά του.
Αντιμόνιο, Sb
Η γνώση των αρχαίων για το στοιχείο περιοριζόταν στη χρήση του θειούχου ορυκτού ως χρωστικής για αισθητικούς λόγους. Η χρήση του στην Αίγυπτο ήταν διαδεδομένη και το όνομα του υλικού ήταν δάνειο από μια τοπική διάλεκτο στην οποία αναφερόταν ως stem. Η λέξη μεταφέρθηκε στα Ελληνικά ως στίμμι ή στίβι και αναφέρεται τόσο στον Διοσκουρίδη όσο και αργότερα στον Πλίνιο, με τέτοια σαφήνεια ώστε δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για το υλικό στο οποίο γίνεται αναφορά.
Ακολούθως η λέξη μεταφέρθηκε στα Λατινικά ως stibium το οποίο χρησιμοποιήθηκε αδιακρίτως για το θειούχο ορυκτό καθώς και για το μέταλλο που περιείχε. Πάντως στα παλιότερα χρόνια υπήρχε σύγχυση του στοιχείου με τον μόλυβδο του οποίου θεωρούνταν ιδιαίτερη μορφή.
Μια σαφής περιγραφή της μεταλλουργίας του στοιχείου δίνεται από τον Georgius Agricola (1494-1555) ενώ στα 1604 δημοσιεύτηκε το βιβλίο του Basilius Valentinus (1565-1624) με τίτλο «Triumph-Wagen des Antimonij» που αναφέρεται αποκλειστικά στις ενώσεις του στοιχείου και αποτελεί την πρώτη μονογραφία που περιγράφει τις ιδιότητες ενός χημικού στοιχείου.
Ψευδάργυρος, Zn
Παρά τη σχετική αφθονία του το μέταλλο αυτό δεν έγινε δυνατόν να απομονωθεί σε καθαρή μορφή, τουλάχιστον σε αξιόλογες ποσότητες πριν από τον 13ο μ.Χ. αιώνα και μάλιστα στην Ινδία, ενώ στην Ευρώπη μόλις κατά τον 16ο αιώνα μ.Χ. Ωστόσο κράματα του μετάλλου κυρίως με χαλκό ήταν γνωστά από παλιά, κυρίως ο ορείχαλκος για τον οποίο οι Ρωμαίοι εργάστηκαν εντατικά ώστε να αντικαταστήσει τον μπρούτζο.
Οπωσδήποτε θα είχε προκύψει ως παραπροϊόν διαδικασιών μεταλλουργίας θειούχων ορυκτών άλλων μετάλλων, επειδή η κύρια μορφή στην οποία απαντάται είναι το θειούχο ορυκτό του ο σφαλερίτης. Για τους αρχαίους Έλληνες το όνομα με το οποίο ήταν γνωστό το μέταλλο, τουλάχιστον στην εποχή του Στράβωνα, ήταν ψευδάργυρος, εξαιτίας του έντονου αστραφτερού χρώματός του όταν το μέταλλο είναι καθαρό.
Το όνομα για το στοιχείο δόθηκε από τον Paracelsus στον οποίο αποδίδεται και η ανακάλυψη πως πρόκειται για ένα νέο στοιχείο κι όχι μορφή κάποιου γνωστού μετάλλου. Το όνομα zincum μάλλον προκύπτει από τη Γερμανική λέξη zinke που αποδίδει το αιχμηρό της υφής του μετάλλου όταν αποτίθεται στα τοιχώματα του καμινιού παραγωγής του. Αυτό το φαινόμενο το είχε παρατηρήσει και περιγράψει ήδη ο Agricola στα 1546.