Γλυκαντικές ουσίες

Νόμω γλυκύ

Πρόκειται για την έκφραση του Δημοκρίτου με την οποία αναφερόταν στα άτομα και στο σχηματισμό από μέρους τους των μακροσκοπικών σωμάτων. Οι άπειροι συνδυασμοί των ατόμων όπως τα θεωρούσε ο Δημόκριτος έδιναν τη δυνατότητα για δημιουργία άπειρων αντικειμένων για τα οποία οι μακροσκοπικές ιδιότητες είναι φαινομενικές. Καθόλου φαινομενική δεν είναι η γλυκύτητα στη γεύση ορισμένων συνθετικών ουσιών οι οποίες έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς ως γλυκαντικά υλικά με στόχο την αντικατάσταση των φυσικών σακχάρων από τη δίαιτα ανθρώπων που πάσχουν από διαβήτη.

Σακχαρίνη

Η πιο γνωστή περίπτωση είναι της σακχαρίνης, η οποία ονομάστηκε έτσι από τον ερευνητή που την ανακάλυψε κατ' αντιστοιχία με το Λατινικό saccharum που αποτελεί απόδοση του Ελληνικού «σάκχαρον» για τη γνωστή ζάχαρη καθώς και όλα τα συναφή με αντίστοιχη γλυκιά γεύση.

Constantin Fahlberg.

Από χημική άποψη πρόκειται για το βενζοϊκό σουλφιμίδιο και απομονώθηκε από την πίσσα (όπως και περίπου διακόσιες άλλες ενώσεις) μετά από πολύπλοκη διαδικασία. Σε μια τέτοια διαδικασία με γενικότερο ερευνητικό ενδιαφέρον που πραγματοποιούσε το 1879 στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins ο Constantin Fahlberg (1850-1910). Όταν ένα βράδυ επέστρεψε σπίτι του διαπίστωσε ότι τα χέρια του παρόλο που είχαν πλυθεί είχαν κάτι που άφηνε μια ελαφρώς γλυκιά γεύση στα τρόφιμά του. Επέστρεψε στο εργαστήριο και εξέτασε τις ουσίες με τις οποίες ήρθε σε επαφή και ανακάλυψε τελικά την ουσία που αργότερα ονόμασε σακχαρίνη. Κατόπιν την παρασκεύασε με χημική διαδικασία και πατεντάρισε το αποτέλεσμα στα 1895, κατορθώνοντας να γίνει πολύ πλούσιος.

Σε αραιά διαλύματα η σακχαρίνη έχει περίπου 500 φορές πιο έντονα γλυκιά γεύση από τη ζάχαρη ενώ δεν έχει καμία θερμιδική αξία και δεν παρουσιάζει τα μεταβολικά προβλήματα των φυσικών σακχάρων.

Στη σύγχρονη εποχή έχει κατηγορηθεί για πιθανή καρκινογένεση και εφόσον έχουν ήδη ανακαλυφθεί κάποια λιγότερο επίφοβα υποκατάστατα, η χρήση της έχει περιοριστεί σημαντικά.

Άλατα του κυκλαμικού οξέος

Ως πιθανό καρκινογόνο έχει κατηγορηθεί και το επόμενο γλυκαντικό υλικό που είναι γνωστό με τον όρο cyclamate και αντιστοιχεί στη χημική ένωση Ν-κυκλοεξυλοσουλφαμιδικό νάτριο. Η σύνθεσή του πραγματοποιήθηκε το 1937 από τον μεταπτυχιακό φοιτητή Michael Sveda (1912-1999) που πραγματοποιούσε έρευνα πάνω σε μια σειρά από σουλφαμιδικά παράγωγα με στόχο τη μελέτη τους για φαρμακευτική δράση αφού αρκετά παράγωγα του σουλφαμικού οξέος ήταν γνωστά αντιμικροβιακά.

Σε κάποια στιγμή του πειράματος ο φοιτητής έκανε ένα διάλειμμα και καπνίζοντας ένα τσιγάρο αισθάνθηκε μια γλυκιά γεύση. Όταν το φαινόμενο επαναλήφθηκε μερικές φορές έγινε αντιληπτό πως ευθυνόταν κάποια ένωση με την οποία είχε έρθει σε επαφή. Η ουσία χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε αναψυκτικά καθώς και ως έκδοχο σε φαρμακευτικά σκευάσματα με στόχο να απαλύνει την πικρή τους γεύση.

Ασπαρτάμη

James Schlatter.

Η ασπαρτάμη είναι μια πιο σύγχρονη και λιγότερο επικίνδυνη γλυκαντική ουσία επειδή ακριβώς πρόκειται για ένα φυσικό προϊόν και συγκεκριμένα ένα διπεπτίδιο. Η σύνθεσή της πραγματοποιήθηκε στα 1965 στην πορεία της σύνθεσης ενός τετραπεπτιδίου με πιθανή δράση κατά του έλκους. Όταν συντέθηκε το διπεπτίδιο L-ασπαρτυλ-L-φαινυλαλανίνη, προστατεύθηκε με το σχηματισμό του μεθυλεστέρα του.

Κάποια στιγμή ο James Schlatter πήγε να ξεφυλλίσει ένα βιβλίο και σαλιώνοντας το δάχτυλό του ένοιωσε τη γλυκιά γεύση που αρχικά υπέθεσε πως ήταν υπόλειμμα του γεύματός του. Όταν αργότερα θυμήθηκε πως μετά το γεύμα είχε πραγματοποιήσει πειράματα και κατά συνέπεια είχε πλύνει τα χέρια του από τα υπολείμματα των τροφών πολλές φορές οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του υπαίτιου αφού θυμήθηκε ότι μια μικρή ποσότητα από ένα μεθανολικό διάλυμα είχε πέσει στο χέρι του.

HTML5 Powered with CSS3 / Styling