Πρώιμη περίοδος της Χημείας
Στην πρώιμη περίοδο της Χημείας η έκταση των μελετών ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Κείμενα των αρχαίων και των αλχημιστών ερευνώνται ξανά και γίνεται εκτενής χρήση των «συνταγών» της προηγούμενης περιόδου. Οι συνταγές αυτές σχετίζονται κυρίως με μεταλλουργικές διαδικασίες, αφού, η κεντρική κυρίως Ευρώπη, είχε περάσει μια μεγάλη περίοδο έντονης εκμετάλλευσης για κατασκευή εργαλείων και όπλων.
Κοβάλτιο, Co
Οι μεταλλωρύχοι έβρισκαν μερικές φορές ένα γαλάζιο ορυκτό που έμοιαζε με μετάλλευμα χαλκού, αλλά δεν έδινε χαλκό με την τήξη του. Η εξήγηση που είχαν δώσει ήταν ότι επρόκειτο για χαλκό που τον είχαν μαγέψει τα κόμπολντς (kobolds), κάποια υποχθόνια πνεύματα, αντίστοιχα με τους καλικάντζαρους της δικής μας παράδοσης, που συνήθως ήταν κακόβουλα.
Το 1737, ο Σουηδός χημικός Georg Brandt (1694-1768) ερεύνησε αυτό το γαλάζιο μετάλλευμα και κατόρθωσε να εξαγάγει από αυτό ένα μέταλλο, το οποίο όμως δεν ήταν χαλκός. Ο Brandt του έδωσε το όνομα των υποχθόνιων πνευμάτων, γράφοντάς το cobalt, που είναι και το όνομα του αντίστοιχου χημικού στοιχείου μέχρι σήμερα.
Το κοβάλτιο ήταν το πρώτο νέο στοιχείο που ανακαλύφθηκε μετά την ανακάλυψη του φωσφόρου από τον Hennig Brand εβδομήντα χρόνια πριν. Επειδή ο φωσφόρος δεν είναι μέταλλο, το κοβάλτιο είναι επίσης το πρώτο μέταλλο που ανακαλύφθηκε και που ήταν άγνωστο στους αρχαίους, καθώς και στους αλχημιστές του Μεσαίωνα.
Ο Brandt ήταν ίσως ο πρώτος σημαντικός χημικός που είχε απελευθερωθεί ολοκληρωτικά από τα δεσμά της αλχημιστικής παράδοσης. Μετά από τη δική του επιτυχία, η ανακάλυψη νέων στοιχείων συνεχίσθηκε μέχρι την εποχή μας
Λευκόχρυσος, Pt
Ο χρυσός, ο άργυρος και ο χαλκός δεν είναι τα μοναδικά σπάνια μέταλλα που είναι δυνατόν να βρεθούν σε ελεύθερη μεταλλική μορφή. Ένα άλλο τέτοιο μέταλλο είναι ο λευκόχρυσος. Στην Αίγυπτο, ανάμεσα σε αντικείμενα του 7ου π.Χ. αιώνα, ανακαλύφθηκε και ένα μεταλλικό καλάθι από λευκόχρυσο. Γενικά, όμως, η ύπαρξη αυτού του μετάλλου είχε παραμείνει άγνωστη επειδή είναι εξίσου σπάνιο με τον χρυσό, χωρίς να έχει την ομορφιά του χρυσού. Πραγματικά, αν δεν στιλβωθεί, έχει ένα βαρύ, μουντό χρώμα που δεν προσελκύει το μάτι.
Η πρώτη αναφορά από Ευρωπαίο για το μέταλλο αυτό οφείλεται στον Ιταλό Julius Caesar Scaliger που στα 1557 ανέφερε την αδυναμία να τακεί με τις γνωστές μεθόδους των Ισπανών κονκισταδόρων. Το 1748, ο Ισπανός επιστήμονας Antonio de Ulloa (1716-1795) εξέδωσε μια περιγραφή των ταξιδιών του στη Νότια Αμερική. Σε αυτήν, αναφέρεται στην πλατίνα χωρίς περισσότερες εξηγήσεις, αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα νέο μέταλλο.
Οι Ισπανοί κονκισταδόρες στην Κολομβία είναι υπεύθυνοι για το όνομα του μετάλλου. Παρατήρησαν την ύπαρξη κόκκων με γκρίζο χρώμα, δύσκολους στην κατεργασία στις όχθες κυρίως του ποταμού Pinto και τους ονόμασαν platina del Pinto, που αποδίδεται ως «ασημάκια του ποταμού Πίντο». Σημειώνεται ότι το platina είναι υποκοριστικό της ισπανικής λέξης plata, που σημαίνει «άργυρος».
Η δύσκολη κατεργασία του μετάλλου έδωσε την ευκαιρία στον Wollaston να κερδίσει πολλά χρήματα καθώς μπόρεσε με τη συνεργασία του Tennant να βρει μια διαδικασία με την οποία οι παραγόμενες μικρές ποσότητες καθαρού μετάλλου σφυρηλατούνταν εν θερμώ και δίνανε τη δυνατότητα να μορφοποιούνται σε μικρά καταρχήν και μεγαλύτερα στη συνέχεια αντικείμενα. Η πλατίνα έχει μεγαλύτερη πυκνότητα και υψηλότερο σημείο τήξεως από τον χρυσό και είναι ακόμη πιο αδρανής από αυτόν.
Ο λευκόχρυσος αποδείχθηκε χρήσιμος στους επιστήμονες χάρη σε αυτές ακριβώς τις ιδιότητες. Αρκεί να σημειωθεί ότι ακόμη το πρότυπο του χιλιόγραμμου είναι κατασκευασμένο από πλατίνα ενώ μέχρι το 1960 και το πρότυπο μέτρο μήκους ήταν κατασκευασμένο από κράμα πλατίνας-ιριδίου 90-10 εξαιτίας της εξαιρετικής σταθερότητάς τους σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών.
Νικέλιο, Ni
Ο Brandt είχε απομονώσει το κοβάλτιο πριν από δεκατέσσερα χρόνια, αλλά το πρόβλημα του μεταλλεύματος που δεν έδινε χαλκό εξακολουθούσε να υπάρχει. Σε μερικές περιπτώσεις, το μετάλλευμα αυτό δεν έδινε ούτε κοβάλτιο και οι μεταλλωρύχοι το ονόμαζαν kupfernickel (από τις λέξεις kupfer, που σημαίνει «χαλκός», και nickel που σημαίνει «στοιχειό», «δαίμονας»).
Το 1751, ο Σουηδός μεταλλειολόγος Cronstedt (Axel Fredrick Cronstedt, 1722-1765), που ήταν μαθητής του Brandt, ανέλυσε το μετάλλευμα αυτό και κατόρθωσε να απομονώσει ένα λευκό μέταλλο που δεν ήταν ούτε χαλκός ούτε κοβάλτιο. Ο Cronstedt το ονόμασε nickel (νικέλιο) από το όνομα που του είχαν δώσει οι μεταλλωρύχοι.
Ο Cronstedt ανακάλυψε ότι το νικέλιο έλκεται από τους μαγνήτες, αλλά σε μικρότερο βαθμό από τον σίδηρο. Ήταν το πρώτο υλικό, μετά τον σίδηρο, που είχε την ιδιότητα αυτή. Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι και το κοβάλτιο έλκεται από τον μαγνήτη. Πραγματικά, ο σίδηρος, το κοβάλτιο και το νικέλιο έχουν πολλές ομοιότητες. Ήταν η πρώτη ένδειξη ότι τα στοιχεία μπορεί να ανήκουν σε ομάδες και να χαρακτηρίζονται από κάποιες ομοιομορφίες. Ωστόσο, η ταξινόμηση αυτή δεν έγινε παρά μόνο μετά από έναν αιώνα.
Βισμούθιο, Bi
Το μέταλλο για μεγάλο διάστημα ήταν άγνωστο ως νέο υλικό. Υπήρχε η άποψη πως αποτελούσε ένα είδος μολύβδου ή κασσιτέρου ενώ κατά τους Μέσους χρόνους και με βάση την επικρατούσα τότε ιδέα περί της εξελικτικής διαδικασίας του σχηματισμού των ορυκτών, θεωρείτο ότι πρόκειται για μια «πρώιμη» μορφή του αργύρου.
Αυτό το τελευταίο έχει τη βάση στην παρατήρηση ότι γενικά, ορυκτά του βισμουθίου εντοπίζονταν σε στρώματα αμέσως ανώτερα από αντίστοιχα του αργύρου, κάτι που δικαιολογούσε τη νεότερη ηλικία του μετάλλου σ' αυτά. Υπάρχει αναφορά στον Basileus Valentinus με το όνομα wismut, καθώς και στον Paracelsus ως wissmat ενώ η πρώτη σαφής αναφορά γίνεται από τον Georgius Agricola που δίνει και τις ιδιότητές του και τις ομοιότητές του με άλλα μέταλλα.
Η ετυμολογία του ονόματος είναι ασαφής. Πάντως σε κάθε περίπτωση πρόκειται για έκφραση που σχετίζεται με το λευκό χρώμα του μετάλλου είτε πρόκειται για το Λατινικό bisemutum ή το Γερμανικό weiße Masse ή τέλος το Ελληνικό ψυμμίθιον.
Υδρογόνο, Η
Το 1766 ο Βρετανός χημικός Cavendish (Henry Cavendish, 1731-1810) ανακάλυψε πως μερικά μέταλλα, υπό την επίδραση οξέος, απελευθερώνουν ένα αέριο που είναι πολύ εύφλεκτο. Γι' αυτόν το λόγο το ονόμασε πύρινο αέρα (fire air). Το αέριο είχε παραχθεί ήδη από πειραματιστές του προηγούμενου αιώνα, κυρίως τον Boyle, αλλά ο Cavendish ήταν ο πρώτος που το μελέτησε με προσοχή και περιέγραψε τις ιδιότητές του με αποτέλεσμα να αποδίδεται σε αυτόν η ανακάλυψη και ο χρόνος της καθορίζεται ως το 1766 οπότε και έκανε τη σχετική ανακοίνωση, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ή να πιστεύει ότι ανακάλυψε ένα νέο στοιχείο.
Ο Cavendish μέτρησε το βάρος που έχουν συγκεκριμένοι όγκοι διαφορετικών αερίων, για να προσδιορίσει την πυκνότητά τους, και διαπίστωσε ότι το νέο αέριο έχει μόλις το ένα δέκατο τέταρτο της πυκνότητας του αέρα. Καμιά άλλη ουσία δεν παρουσιάζει μικρότερη πυκνότητα υπό κανονικές συνθήκες. Η καύση του αερίου αυτού παρήγαγε πάντοτε μικρές ποσότητες από καθαρό νερό, κάτι που έδωσε στον Lavoisier την ιδέα να το ονομάσει υδρογόνο (αρχικά hydrogenium, κάτι που αργότερα μετατράπηκε σε hydrogen) εξ αιτίας της ιδιότητάς του να «γίνεται» ύδωρ.
Στη σύγχρονη εποχή, ανακαλύφθηκαν τρία ισότοπα του στοιχείου. Το κυριότερο απ' αυτά είναι το απλούστερο άτομο που υπάρχει και που περιλαμβάνει ένα πυρήνα με ένα μοναδικό πρωτόνιο καθώς και ένα ηλεκτρόνιο εκτός του πυρήνα. Στα άλλα δύο ισότοπα που αποτελούν ελάχιστο ποσοστό του συνολικού υδρογόνου, υπάρχουν στον πυρήνα ένα και δύο νετρόνια αντίστοιχα.
Τα ισότοπα αυτά απομονώθηκαν το 1932 και 1933 και τον επόμενο χρόνο ήδη προτάθηκε από τους ερευνητές που τα ανακάλυψαν (H.C. Urey, F.G. Brickwedde, G. M. Murphy) η ονομασία τους ως πρώτιο, δευτέριο και τρίτιο αντίστοιχα (protium, deuterium, tritium) κάτι που μετά από αρκετές συζητήσεις έγινε ευρέως αποδεκτό.
Άζωτο ή νιτρογόνο, N
Εκείνη την εποχή ήταν γνωστό ότι ο αέρας συντηρεί την καύση και την ζωή ενώ το διοξείδιο του άνθρακα όχι. Αν ένα κερί καίει μέσα σε κλειστό δοχείο ώσπου να σβήσει η φλόγα του, αυτό σημαίνει άραγε ότι όλος ο αέρας έχει μετατραπεί σε διοξείδιο του άνθρακα;
Ο Black ζήτησε από έναν μαθητή του, τον Βρετανό χημικό Rutherford (Daniel Rutherford, 1749-1819), να διερευνήσει το θέμα. Το 1772, ο Rutherford τοποθέτησε ένα αναμμένο κερί μέσα σε ένα κλειστό δοχείο ώσπου να σβήσει η φλόγα του και κατόπιν απορρόφησε όλο το διοξείδιο του άνθρακα που είχε παραχθεί, ενώνοντάς το με ορισμένες χημικές ουσίες.
Διαπίστωσε ότι μέσα στο δοχείο είχε απομείνει μια μεγάλη ποσότητα αερίου που δεν ήταν διοξείδιο του άνθρακα, αλλά δεν συντηρούσε κι αυτό ούτε την καύση ούτε τη ζωή. Έτσι ο Black ανακάλυψε ένα νέο αέριο, που αργότερα ονομάσθηκε από τον Lavoisier άζωτο, από το συνδυασμό του στερητικού α- και το ελληνικό «ζωή», επειδή ακριβώς δεν συντηρεί τη ζωή. Η αρχική ονομασία που δόθηκε ήταν «δεσμευμένος αέρας».
Στα 1790 ο Γάλλος χημικός Jean-Antoine Chaptal παρατήρησε την παρουσία του αερίου στα προϊόντα αντιδράσεων του νιτρικού οξέος το οποίο παραγόταν τότε από το φυσικό «νίτρο» που είχε τη σύσταση KNO3. Εφόσον θεωρήθηκε ότι το στοιχείο αυτό ήταν απαραίτητο για την ύπαρξη του νιτρικού οξέος, ονομάστηκε νιτρογόνο, που αποτελεί και την κύρια ονομασία του διεθνώς.
Οξυγόνο, O
Ο Pristley χρησιμοποιούσε υδράργυρο για τη συλλογή αερίων και γρήγορα άρχισε να τον μεταχειρίζεται άμεσα και στα πειράματά του. Ο υδράργυρος όταν θερμανθεί στον αέρα σχηματίζει μια κεραμιδόχρωμη ένωση, την οποία σήμερα ονομάζουμε οξείδιο του υδραργύρου. Ο Pristley θέρμανε μια ποσότητα αυτής της ένωσης μέσα σε δοκιμαστικό σωλήνα, συγκεντρώνοντας πάνω της το ηλιακό φως με τη βοήθεια ενός μεγεθυντικού φακού. Τότε η ένωση διασπάσθηκε, ελευθερώνοντας υδράργυρο, ο οποίος εμφανίσθηκε με τη μορφή στιλπνών σφαιριδίων στο πάνω μέρος του δοκιμαστικού σωλήνα.
Επί πλέον, από τη διάσπαση ελευθερώθηκε ένα αέριο το οποίο διέθετε εξαιρετικά ασυνήθιστες ιδιότητες. Μέσα σε αυτό το αέριο, τα εύφλεκτα υλικά καίγονταν πιο γρήγορα και με πιο λαμπερή φλόγα. Τα ποντίκια που τοποθετήθηκαν σε ατμόσφαιρα τέτοιου αερίου ήταν πάρα πολύ ζωηρά και ο ίδιος ο Pristley ένιωσε «ανάλαφρα και ευχάριστα» όταν το εισέπνευσε.
Όταν ο Lavoisier πληροφορήθηκε για τα πειράματα του Pristley και του Rutherford κατάλαβε σε συνδυασμό και με τα δικά του πειράματα, ότι ο αέρας είναι ένα μίγμα δύο αερίων: το ένα πέμπτο του όγκου του είναι το αέριο του Pristley, το οποίο ο Lavoisier ονόμασε οξυγόνο («αυτό που παράγει οξύ», επειδή εκείνη την εποχή επικρατούσε η εσφαλμένη αντίληψη ότι όλα τα οξέα περιέχουν οξυγόνο), και τα τέσσερα πέμπτα είναι το αέριο του Rutherford, το οποίο ο Lavoisier ονόμασε άζωτο.
Ήταν φανερό ότι το οξυγόνο συντηρεί την καύση και τη ζωή και προκαλεί τη σκωρία των μετάλλων. Τα ζώα καταναλώνουν οξυγόνο και παράγουν διοξείδιο του άνθρακα, ενώ ένα παλαιότερο πείραμα του Pristley είχε αποδείξει ότι τα φυτά καταναλώνουν διοξείδιο του άνθρακα και παράγουν οξυγόνο. Έτσι, αυτές οι δύο μορφές ζωής διατηρούν σταθερή τη σύσταση του ατμοσφαιρικού αέρα.
Χλώριο, Cl
Σε μια κλασική περίπτωση επιστημονικής ατυχίας, ο Σουηδός χημικός Scheele (Carl Wilhelm Scheele, 1742-1786) είχε ανακαλύψει το οξυγόνο τουλάχιστον δύο χρόνια πριν από τον Joseph Priestley, (1733-1804), και μάλιστα με την ίδια μέθοδο. Αλλά η εργασία του Scheele δεν δημοσιεύθηκε (εξαιτίας της αμέλειας ενός εκδότη) παρά μόνο αφού ο Priestley είχε δημοσιεύσει τα αποτελέσματα των πειραμάτων του, με αποτέλεσμα να αποδίδεται σε αυτόν η ανακάλυψη του οξυγόνου.
Ο Scheele όμως ανακάλυψε πολλές απλές ενώσεις που απομόνωσε από φυτά και ζώα, καθώς και διάφορα δηλητηριώδη αέρια, όπως το υδροφθόριο, το υδρόθειο και το υδροκυάνιο. Επίσης είχε συμμετάσχει στην ανακάλυψη αρκετών χημικών στοιχείων, αν και δεν κατόρθωσε ποτέ να του αναγνωρισθεί αδιαμφισβήτητα έστω και μια από αυτές τις ανακαλύψεις επειδή γενικά δεν δημοσίευε τα αποτελέσματά του σε διεθνή επιστημονικά έντυπα.
Έτσι μέχρι το 1774 είχε κάνει το μεγαλύτερο μέρος της προεργασίας που οδήγησε στην ανακάλυψη του μαγγανίου. Ωστόσο το τελικό βήμα για την απομόνωση αυτού του στοιχείου έγινε από έναν φίλο του Scheele, τον Σουηδό ορυκτολόγο Gahn (Johan Gottlieb Gahn, 1745-1818), στον οποίο και αποδίδεται η ανακάλυψη.
Επίσης το 1774, ο Scheele απομόνωσε το χλώριο το οποίο, αν και είναι αέριο, έχει την ασυνήθιστη για τότε ιδιότητα να μην είναι άχρωμο. Το χλώριο έχει κιτρινοπράσινο χρώμα και εκεί οφείλεται το όνομά του, από το Ελληνικό χλωρός που σημαίνει ακριβώς κιτρινοπράσινο ή ανοιχτό πράσινο. Το όνομα αποδίδεται στον Davy το 1810, όταν μετά από πολλά πειράματα κατέληξε τελικά ότι πρόκειται για ένα νέο στοιχείο. Ο Scheele δεν είχε αντιληφθεί ότι το χλώριο είναι χημικό στοιχείο και πίστεψε ότι είναι ένωση κάποιας ουσίας με το οξυγόνο.
Μαγγάνιο, Mn
Ενώσεις του στοιχείου ήταν γνωστές από την αρχαιότητα αλλά πάντοτε γινόταν λάθος εκτίμηση και θεωρούνταν πως ήταν σίδηρος ή κάποιο άλλο μέταλλο στο κύριο ορυκτό του οποίου εντοπιζόταν οι ενώσεις του. Η αρχαία Μαγνησία που ήταν πλούσια σε ανθρακικά άλατα και οξείδια του μαγνησίου κυρίως, έδωσε το όνομά της στο στοιχείο μέσω μιας παρανόησης. Τα προϊόντα της περιοχής ήταν γνωστά στους αρχαίους ως «μαγνητίτης λίθος» και δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι η ίδια περιοχή παρείχε και ποσότητες ενώσεων του σιδήρου όπως ο γνωστός μαγνητίτης.
Στη Ρωμαϊκή περίοδο, οι λευκές κατά κανόνα ενώσεις του ανθρακικού μαγνησίου χαρακτηρίστηκαν ως λευκή μαγνησία και οι αντίστοιχες του σιδήρου, που είχαν προσμίξεις μαγγανίου, ως μαύρη μαγνησία (magnesia alba και magnesia nigra αντίστοιχα). Η ένωση με το όνομα πυρολουσίτης, που αποτελείται από MnO2 ήταν γνωστή και είχε χρησιμοποιηθεί αρκετά στα μέσα ήδη του 18ου αιώνα, χωρίς ωστόσο κανείς να μπορέσει να αντιληφθεί πως περιείχε ένα νέο στοιχείο.
Στα 1740 αποδείχθηκε ότι ήταν το οξείδιο ενός άγνωστου στοιχείου, αφού ξεκάθαρα δεν ήταν οξείδιο του σιδήρου. Στα 1770 διαπιστώθηκε τελικά ότι οι Λατινικοί όροι magnesia alba και magnesia nigra δεν αντιστοιχούσαν σε ενώσεις του ίδιου στοιχείου. Οι επιστήμονες που πραγματοποίησαν τις ανακαλύψεις αυτές είναι οι Johann Heinrich Pott (1692-1777) και Torbern Olof Bergman (1735-1784) αντίστοιχα. Τελικά στα 1174 ο Johan Gottlieb Gahn (1745-1818) απομόνωσε το νέο μέταλλο μετά από πετυχημένη αναγωγή του πυρολουσίτη με άνθρακα.
Μολυβδένιο, Mo
Το στοιχείο ήταν γνωστό επίσης από τους αρχαίους χρόνους. Αναφέρεται στα κείμενα του Διοσκουρίδη, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, το όνομα μόλυβδος για μια σειρά υλικών όπως ο γαληνίτης (PbS), ο γραφίτης, το θειούχο αντιμόνιο και το θειούχο μολυβδένιο, τα οποία είχαν μαλακή υφή και την ιδιότητα να αφήνουν μια γκρίζα ή μαύρη γραμμή κατά την τριβή τους πάνω σε σκληρές επιφάνειες.
Μolybdos, molybdän και molybdenum είναι η απλή και λογική πορεία μετατροπής της αρχικής ονομασίας στη σύγχρονη. Από το 1754 η μελέτη ενός κοιτάσματος μολυβδενίτη που φερόταν να περιέχει μόλυβδο, έδειξε την ύπαρξη ενός νέου μεταλλικού στοιχείου.
Το 1778 ο Scheele, χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους με τις οποίες είχε απομονωθεί το μαγγάνιο, κατόρθωσε να απομονώσει το οξείδιο ενός νέου μετάλλου το οποίο ονόμασε μολυβδένιο, κατ' αντιστοιχία με το όνομα του ορυκτού. Το στοιχείο σε καθαρή μορφή απομονώθηκε το 1782 από τον ορυκτολόγο Hjelm (Peter Jacob Hjelm, 1746-1813).
Βολφράμιο, W
Ένα από τα γνωστά ορυκτά των Μέσων χρόνων είχε το Σουηδικής καταγωγής όνομα τούγκστεν (tung sten που σημαίνει «βαριά πέτρα»), εξ αιτίας της πυκνότητάς του. Σήμερα η ονομασία του είναι βολφραμίτης.
Η πρώτη αναφορά στο στοιχείο απαντάται στο βιβλίο του Agricola (Georgius Agricola,1494–1555), όπου φέρεται ως lupi spuma που στα Γερμανικά, που ήταν η μητρική του γλώσσα, αποδίδεται ως wolf rahm, δηλαδή «αφρός του λύκου». Εικάζεται ότι η αναφορά αυτή γίνεται στις μεγάλες ποσότητες κασσιτέρου που απαιτούνταν για την διαδικασία παραλαβής του μετάλλου, το οποίο φαινόταν να τρώει τον κασσίτερο όπως ο λύκος τα πρόβατα.
Ο Ισπανός ορυκτολόγος D'Eluyar (Don Fausto D'Eluyar, 1755-1833) ασχολήθηκε με την ανάλυση του βολφραμίτη και έδειξε το 1783 ότι περιλάμβανε ένα οξείδιο ενός στοιχείου, εντελώς ίδιο με το οξείδιο που είχε απομονώσει ο Scheele στα 1781 από το τουγκστεν και ονόμασε το στοιχείο αυτό Wolfram, από το όνομα του ορυκτού.
Το καθαρό βολφράμιο έχει το υψηλότερο σημείο τήξης απ' όλα τα μέταλλα (3.422 οC) καθώς και τη μικρότερη θερμική διαστολή.
Τελλούριο, Te
Το 1782, ο Αυστριακός ορυκτολόγος Muller (Franz Joseph Muller, 1740-1825) μελετούσε ένα μετάλλευμα χρυσού. Κατά την πορεία των ερευνών του, παρήγαγε μια ουσία που πίστευε ότι θα μπορούσε να είναι ένα άγνωστο ως τότε στοιχείο.
Επειδή αισθανόταν ότι δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να το εξακριβώσει, έστειλε την ουσία στον Γερμανό χημικό Klaproth (Martin Heinrich Klaproth, 1743-1817), για να την αναλύσει. Το 1784, ο Klaproth επιβεβαίωσε ότι το υλικό αυτό είναι ένα νέο στοιχείο και το ονόμασε τελλούριο από την λατινική λέξη tellus, που σημαίνει «γη» και φρόντισε ώστε να αποδοθεί στον Muller η τιμή της ανακάλυψης.
Ουράνιο, U
Το 1789, ο Klaproth μελετούσε ένα βαρύ μαύρο μετάλλευμα, που σήμερα ονομάζουμε πισσουρανίτη και απομόνωσε μια κίτρινη ένωση η οποία περιείχε ένα άγνωστο ως τότε στοιχείο. Ο Klaproth νόμισε ότι η ένωση είναι το ίδιο το στοιχείο και του έδωσε το όνομα ενός πλανήτη, κατά την παράδοση των αλχημιστών του Μεσαίωνα.
Επειδή ο πλανήτης Ουρανός είχε ανακαλυφθεί πριν από οκτώ χρόνια, ο Klaproth ονόμασε το νέο στοιχείο ουράνιο. Ούτε ο ίδιος ούτε και κανείς άλλος θα μπορούσε να φαντασθεί τότε τη σπουδαιότητα που θα αποκτούσε το ουράνιο στο μέλλον.
Ζιρκόνιο, Zr
Από τους αρχαίους χρόνους ήταν γνωστά μερικά ορυκτά του μετάλλου που είχαν χρήση κυρίως ως πολύτιμοι λίθοι, εξαιτίας της έντονης ανακλαστικής τους φύσης. Το πυριτικό άλας ειδικά, εμφανίζει χρυσαφί χρώμα και σ' αυτή την ιδιότητα οφείλεται το Περσικό όνομα zargûn (κατά λέξιν, χρυσίζων). Πιθανότατα οι Άραβες μετέτρεψαν το όνομα σε zarkun. Περίπου αντίστοιχο όνομα (jargon) είχε στην Ευρώπη ένα ορυκτό με ανάλογες φυσικές ιδιότητες.
Το 1789, ο Klaproth ανέλυσε ποσότητα του ορυκτού αυτού, που είχε έρθει από τη Σρι-λάνκα και παρέλαβε ένα οξείδιο το οποίο πίστεψε πως ήταν το καθαρό μέταλλο, το οποίο ονόμασε φυσικά jargonia ή zirkonia. Αργότερα υπήρξαν αποτυχημένες απόπειρες παραλαβής του καθαρού μετάλλου μέχρις ότου το 1824 ο Berzelius το απομόνωσε σε σχετικά καθαρή μορφή. Εντελώς καθαρό μέταλλο παραλήφθηκε για πρώτη φορά το 1925.
Στρόντιο, Sr
Στα τέλη του 1793 ο Thomas Hope (1766-1844) ανακοίνωσε στη χημική κοινότητα του Εδιμβούργου τα αποτελέσματα των μελετών του πάνω σε ένα ορυκτό του μολύβδου που παρέλαβε από την περιοχή Strontian της Σκωτίας το 1791. Μετά από μια σειρά πειραμάτων αντιλήφθηκε πως είχε να κάνει με ένα άγνωστο μέχρι τότε στοιχείο που βρισκόταν στο ορυκτό με τη μορφή του ανθρακικού του άλατος (SrCO3).
Στις αρχές του επόμενου έτους ο Ιρλανδός Richard Kirwan (1733-1812) ανακοίνωσε στην Ιρλανδική χημική κοινότητα μια σειρά αντιδράσεων με τις οποίες συνέθεσε και μελέτησε μια σειρά από απλά άλατα του στροντίου.
Τιτάνιο, Ti
Ο Άγγλος κληρικός William Gregor (1761-1817) άρχισε κάποια στιγμή της ζωής του να ασχολείται με την ορυκτολογία. Από περιέργεια περισσότερο, ανέλυε όσα παράξενα ορυκτά έβρισκε. Το 1791, ενώ ανέλυε ένα τέτοιο ορυκτό, απομόνωσε μια ουσία που πίστευε ότι μπορεί να είναι ένα νέο στοιχείο.
Τελικά, η υποψία του αποδείχθηκε αληθινή. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Klaproth, ο οποίος το 1789 είχε ανακαλύψει το ουράνιο, έδωσε στο στοιχείο το όνομα των παιδιών του Ουρανού, των Τιτάνων.
Ύττριο, Y
Το 1787, ο Carl Axel Arrhenius (1757-1824) παρατήρησε σε ένα ορυκτό από την περιοχή του Ytterby της Σουηδίας ένα εξαιρετικά βαρύ κομμάτι από υλικό που δεν γνώριζε τι ήταν. Ονόμασε το νέο αυτό σώμα υττερβίτη και το υλικό προωθήθηκε στον Johan Gadolin (1760-1852) για παραπέρα μελέτη και ανάλυση.
Αυτός ολοκλήρωσε τη διαδικασία το 1794 και ονόμασε το νέο σώμα «υττέρβια» για να περικοπεί σε «ύττρια» μερικά χρόνια αργότερα από τον Anders Gustaf Ekeberg (1767-1813). Μόλις στα 1843 ο Carl Gustav Mosander (1797-1858) απέδειξε ότι το συγκεκριμένο ορυκτό περιλάμβανε τρία νέα στοιχεία, από τα οποία το ένα κράτησε το παλιό του όνομα ως Ύττριο, ενώ τα άλλα δύο ονομάστηκαν Έρβιο και Τέρβιο.
Χρώμιο, Cr
Το 1761, ο Γερμανός μεταλλειολόγος και γεωλόγος, Johann Gottlob Lehmann (1719-1767) βρήκε ένα πορτοκαλοκόκκινο ορυκτό στο μεταλλωρυχείο Beryozovskoye, στα Ουράλια Όρη, το οποίο ονόμασε Σιβηριανό κόκκινο μόλυβδο. Αν και αναγνωρίστηκε λανθασμένα ως ένωση του μολύβδου, με προσμίξεις σεληνίου και σιδήρου, το ορυκτό ήταν ο κροκοΐτης (PbCrO4).
Το 1797, ο Louis Nicolas Vauquelin (1763–1829), παρήγαγε τριοξείδιο του χρωμίου (CrO3), αναμειγνύοντας κροκοΐτη με υδροχλωρικό οξύ. Το 1798, ο Vauquelin ανακάλυψε πως μπορούσε να απομονώσει μεταλλικό χρώμιο, θερμαίνοντας το CrO3. Μπόρεσε επίσης να εντοπίσει ίχνη χρωμίου σε πολύτιμους λίθους, όπως σμαράγδια και ρουμπίνια.
Το χρώμιο πήρε το όνομά του, όπως είναι φανερό, από την λέξη χρώμα, λόγω του ότι απαντά σε διάφορες βαθμίδες οξείδωσης. Κάθε μία από τις βαθμίδες αυτές εμφανίζει διαφορετικές απορροφήσεις στο ορατό τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, προσδίδοντας έτσι διαφορετικά χρώματα στις ενώσεις του.
Βηρύλλιο, Be
Το 1798, ο Vauquelin, που είχε ανακαλύψει το χρώμιο, εντόπισε σε δύο πολύτιμους λίθους, τον βήρυλλο και το σμαράγδι, ένα νέο στοιχείο. Και ονόμασε το στοιχείο αυτό βηρύλλιο. Το όνομα βήρυλλος είναι Ελληνικό αλλά αντίστοιχο υπάρχει σε πολλές Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κάτι που υποδεικνύει Σανσκριτική προέλευση.
Για πολύ καιρό θεωρούταν πως τα δύο γνωστά ορυκτά που είχαν θέση ημιπολύτιμων λίθων, το σμαράγδι και η βήρυλλος ήταν το ίδιο πράγμα ή είχαν πολύ μικρές διαφορές μεταξύ τους. Ο Vauquelin κατόρθωσε να απομονώσει το οξείδιο του στοιχείου. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Davy απομόνωσε μεταξύ άλλων δραστικών μετάλλων και το βηρύλλιο, αλλά όπως και όλα τα άλλα, αυτό αμέσως αντέδρασε με την ατμόσφαιρα και την υγρασία κι έτσι δεν απομονώθηκε στην καθαρή του μορφή.
Ο Davy το ονόμασε glucium από τη γλυκιά γεύση που άφηνε σε ό,τι ερχόταν σε επαφή μαζί του. Το μέταλλο απομονώθηκε το 1828 από τους Friedrich Wöhler και Antoine Bussy.
Βανάδιο, V
Η παράξενη ιστορία του βαναδίου ξεκινάει το 1801, όταν ο Μεξικανός Andrés Manuel del Río (1764-1849) ανίχνευσε ένα νέο στοιχείο σε ένα ορυκτό από περιοχή του Μεξικού και εξ' αιτίας της αναλογίας των χρωμάτων των ενώσεών του με το χρώμιο το ονόμασε πανγχρώμιο. Ωστόσο, κάποιοι Γάλλοι συνάδελφοί του μερικά χρόνια αργότερα, υποστήριξαν πως επρόκειτο απλώς για ένα ορυκτό που περιείχε βασικό χρωμικό μόλυβδο και ο Μεξικανός επιστήμονας πείσθηκε και αναίρεσε την αρχική του πρόταση.
Το 1830, αναλύοντας ένα ορυκτό με προέλευση τη Σουηδία, οι Nils Gabriel Sefström (1787-1845) και Berzelius ανέφεραν την ύπαρξη ενός νέου στοιχείου και εξαιτίας των ωραίων χρωματισμών των διαλυμάτων του το ονόμασαν Vanadium προς τιμήν της Σκανδιναβικής θεότητας της ομορφιάς Vanadis. Τον επόμενο χρόνο ο Wohler πιστοποίησε πως οι δύο παραπάνω αναφορές ήταν ταυτόσημες και το νέο μεταλλικό στοιχείο κοινό.
Ταντάλιο, Ta
Το 1802, ο Σουηδός χημικός Ekeberg (Anders Gustav Ekeberg, 1767-1813) άρχισε να αναλύει ορισμένα ορυκτά από την Φινλανδία και εντόπισε ένα μέταλλο το οποίο ονόμασε Ταντάλιο, από το όνομα του Ταντάλου με βάση την παρατήρησή του πως το μέταλλο δεν ενυδατώνεται ακόμη και με την επίδραση πυκνών διαλυμάτων οξέων.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι θεοί για να τιμωρήσουν τον Τάνταλο, τον υπέβαλαν σε ένα τρομερό βασανιστήριο. Τον τοποθέτησαν μέσα σε μια λίμνη με νερό που όμως εξαφανιζόταν μόλις αυτός προσπαθούσε να πιεί.
Νιόβιο, Nb
Ο Άγγλος χημικός Charles Hatchett (1765-1847) ανέλυσε ένα ασυνήθιστο ορυκτό, που είχε σταλεί στη Βρετανία από το Κοννέκτικατ πριν από την Αμερικανική Επανάσταση και υπήρχε στο Βρετανικό Μουσείο. Το 1801, ανακοίνωσε ότι εντόπισε ένα νέο στοιχείο μέσα στο ορυκτό, το οποίο ονόμασε κολόμβιο προς τιμήν των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες μερικές φορές ονομάζονταν και Κολομβία.
Στα 1844 ο Heinrich Rose (1795–1864) αναλύοντας κάποια ορυκτά όπου υπήρχε και το στοιχείο που είχε ονομαστεί Ταντάλιο, βρήκε ένα νέο στοιχείο με παρόμοια συμπεριφορά προς το Ταντάλιο και το ονόμασε Νιόβιο με βάση τη σχέση πατέρα και κόρης από την Ελληνική μυθολογία. Αργότερα αποδείχθηκε πως το Κολόμβιο και το Νιόβιο ήταν το ίδιο στοιχείο.
Δημήτριο, Ce
Νέα στοιχεία ανακαλύπτονταν συνεχώς. Το 1803, ο Σουηδός χημικός Berzelius (Jons Jakob Berzelius, 1779-1848) και ένας φίλος του, ο Σουηδός ορυκτολόγος Hisinger (Wilhelm Hisinger, 1766-1852), ανακάλυψαν το δημήτριο σε ένα ορυκτό όπου έψαχναν να εντοπίσουν ύττριο. Το στοιχείο, το ονόμασαν έτσι προς τιμήν του αστεροειδούς Δήμητρα, που είχε ανακαλυφθεί πριν από δύο χρόνια.
Το διεθνές όνομα του στοιχείου είναι cerium και ο αστεροειδής ονομάζεται Ceres προς τιμήν της Λατινικής θεότητας που είναι αντίστοιχη της Ελληνικής Δήμητρας. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Mosander έδειξε ότι το οξείδιο που είχε απομονωθεί περιείχε και κάποια άλλα στοιχεία τα οποία χαρακτήρισε και ονόμασε. Επρόκειτο για το λανθάνιο και το διδύμιο.
Παλλάδιο Pd – Όσμιο Os – Ιρίδιο Ir – Ρόδιο Rh
Ο Βρετανός χημικός Tennant (Smithson Tennant, 1761-1815), συνεργαζόταν με τον Wollaston στην εκμετάλλευση ορυκτών της πλατίνας και επομένως τους ενδιέφεραν τα στοιχεία που παρουσιάζουν ομοιότητες με το συγκεκριμένο μέταλλο. Κατά την κατεργασία ορυκτών της πλατίνας με βασιλικό ύδωρ παρέμενε ένα σημαντικό ποσό από ένα δυσδιάλυτο σκουρόχρωμο υλικό ως παραπροϊόν.
Ο Wollaston εντόπισε το ενδιαφέρον του στο διάλυμα που είχε προκύψει και κατόρθωσε να απομονώσει απ’ αυτό το παλλάδιο (1802) και το ρόδιο (1804) ενώ ο Tennant ασχολήθηκε με το στερεό προϊόν της διαδικασίας και ανακάλυψε στα 1803 το όσμιο και το ιρίδιο.
Παλλάδιο. Ο Wollaston έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την εμπορική του εκμετάλλευση και άργησε πολύ να ενημερώσει σχετικά την επιστημονική κοινότητα. Το όνομα έδωσε σύμφωνα με μια παράδοση της περιόδου σε αντιστοιχία με τον ομώνυμο αστεροειδή που μόλις είχε ανακαλυφθεί και ο οποίος επίσης σύμφωνα με την τρέχουσα παράδοση ονομάστηκε με κάποιο μυθικό πρόσωπο, στη συγκεκριμένη περίπτωση την Παλλάδα Αθηνά.
Όσμιο. Ονομάστηκε εξ αιτίας της χαρακτηριστικής έντονης οσμής του οξειδίου του με βάση τη γνωστή ελληνική λέξη για τη μυρωδιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Antoine-François de Fourcroy και Nicolas-Louis Vauquelin την ίδια περίπου περίοδο ανίχνευαν το στοιχείο με ανεξάρτητη εργασία.
Ιρίδιο. Κατά την πορεία της κατεργασίας για την απομόνωση του νέου στοιχείου ο Tennant εντυπωσιάστηκε από το εύρος των χρωμάτων που αυτό έδινε ειδικά κατά τη διάλυσή του σε υδροχλωρικό οξύ και για το λόγο αυτό το ονόμασε προς τιμήν της Ελληνικής θεότητας που σχετιζόταν από πολύ παλιά με το φάσμα των ορατών χρωμάτων στο ουράνιο τόξο.
Ρόδιο. Το στερεό κοκκινωπό υπόλειμμα της κατεργασίας ορυκτών της πλατίνας αποδείχθηκε πως περιείχε το χλωριούχο άλας ενός νέου στοιχείου, το οποίο εξ’ αιτίας του ρόδινου χρώματός του έδωσε το όνομα στο στοιχείο.