O 'Παλιός δρόμος του αλατιού'

Κατά το Μεσαίωνα η μεγαλύτερη ποσότητα αλατιού στη Βόρεια Ευρώπη εξορυσσόταν στο Luneburg της Β. Γερμανίας και από εκεί εξάγονταν στις χώρες της Βαλτικής και μέχρι τη Σκανδιναβία. Σε ορισμένες περιπτώσεις από τα αλατωρυχεία εξορύσσονταν ολόκληροι όγκοι. Συχνότερα το εξήγαγαν από αλμυρές πηγές ή υπεδάφη πλούσια σε αλάτι. Εκεί διοχετευόταν νερό, το οποίο επέστρεφε στην επιφάνεια γεμάτο αλάτι, μέθοδος δημοφιλής στο Φρανς Κοντέ, στη Λορένη, στις αυστριακές Άλπεις, στο Λούνεμπουργκ της Γερμανίας και στα Καρπάθια Όρη. Στη συνέχεια το νερό εξατμιζόταν με βρασμό. Ήταν μια διαδικασία ιδιαίτερα κοπιώδης και δαπανηρή, καθώς απαιτούσε την καύση μεγάλης ποσότητας ξυλείας.
Το σημαντικότερο κέντρο αποθήκευσης και εμπορίου αλατιού ήταν το Lubeck, το μεγαλύτερο τότε λιμάνι της Βαλτικής. Η οδός μεταφοράς του αλατιού από το Luneburg στο Lubeck είναι γνωστή ως "Ο παλιός δρόμος του αλατιού" ("Alte Salzstrasse").
Ο "λευκός χρυσός" το αλάτι μεταφέρονταν με κάθε μέσο και με πολύ κόπο. Από το 1398 ήταν δυνατή η μεταφορά του και με πλοία με την κατασκευή του καναλιού Stecknitz, που είναι ένα από τα παλαιότερα τεχνητά κανάλια της Ευρώπης. Παρόλα αυτά η διάρκεια της μεταφοράς του αλατιού ήταν περίπου 20 μέρες.
Ο έλεγχος της εξόρυξης και της εμπορίας του αλατιού ελέγχονταν από την Χανσεατική Ένωση, μια συμμαχία πόλεων της Β. Γερμανίας, και ήταν η βασική πηγή της δύναμής της. Η τελευταία σύνοδος της Ένωσης πραγματοποιήθηκε το 1669, αλλά η Ένωση δεν διαλύθηκε ποτέ επίσημα. Έτσι, το Lubeck, το Hamburg και η Bremen είναι ακόμα γνωστές ως Χανσεατικές πόλεις.

Ένας θρυλικός δρόμος του αλατιού διεσχίζει και τη Σαχάρα. Aπό το Ταουντενί φθάνει στο Τιμπουκτού, πόλη που κάποτε ήταν εμπορικό σταυροδρόμι για χρυσό, ελεφαντόδοντο, δούλους και αλάτι. Επί αιώνες μεγάλα καραβάνια, τα οποία αποτελούνταν από χιλιάδες καμήλες, μετέφεραν πλάκες αλατιού από το Βορρά προς το Νότο. Οι περιηγητές του 15ου αιώνα αναφέρουν ότι ήταν επίπεδες, με μήκος που ξεπερνούσε το ένα μέτρο και με βάρος από 25-45 κιλά. Ήταν πολύτιμο όσο και το χρυσάφι, όχι μόνο για τον άνθρωπο. Αν η μέση δοσολογία για ένα άνθρωπο είναι περίπου 4-5 γραμμάρια τη μέρα, ένα μοσχάρι χρειάζεται 25 και μια αγελάδα 90.
Απ' αυτό γίνεται κατανοητό γιατί το αλάτι είναι απαραίτητο στην περιοχή των Άλπεων, στη Δανία ή στην Αγγλία αλλά και στο Θιβέτ. Από την αρχαιότητα υπήρχαν φόροι για το αλάτι. Παράλληλα αναπτύχθηκε το λαθρεμπόριο, για παράδειγμα, ανάμεσα στα ελβετικά καντόνια και στη Γαλλία, κατά το 17ο και 18ο αιώνα μέχρι το 1840.
Η Βενετία κυριάρχησε στο εμπόριο του αλατιού στη Μεσόγειο μέχρι το 16ο αιώνα λόγω των αλυκών της λιμνοθάλασσας. Το 932 οι Βενετοί άρχισαν να καταστρέφουν τις αλυκές των ανταγωνιστών τους. Από το 12ο αιώνα εγκατέλειψαν τις αλυκές τους στην Κιότζα, γιατί τους συνέφερε να αγοράζουν αλάτι και να το μεταφέρουν με τα πλοία τους από την Κύπρο, την Κρήτη, την Ίμπιζα και την Αλεξάνδρεια. Σ' αυτές τις περιπτώσεις το αλάτι χρειαζόταν και ως σαβούρα για τα πλοία που επέστρεφαν άδεια. Από τις αρχές του 20ού αιώνα το αλάτι άρχισε να γίνεται όλο και πιο σημαντικό για τα εργοστάσια της σόδας, του χλωρίου, των χημικών λιπασμάτων και των σαπουνιών.