Θεωρίες περι οξέων πριν τον Arrhenius
To 1661 o Robert Boyle χαρακτήριζε τα οξέα ως τις ενώσεις που έχουν ξινή γεύση, είναι διαβρωτικές, μεταβάλλουν το χρώμα του litmus, μιας φυσικής χρωστικής που παραλαμβάνονταν από λειχήνες, από μπλέ σε κόκκινο και γίνονται λιγότερο όξινα όταν επιδρούν με αλκάλια.
Το 1772-73 ο Antoine Lavoisier εκτελούσε πειράματα στα οποία ο φωσφόρος και το θείο όταν καίγονταν ενώνονταν με ένα συστατικό του αέρα (το οξυγόνο) και προέκυπταν ενώσεις οι οποίες όταν διαλυόντουσαν στο νερό έδιναν οξέα. Ο Lavoisier το 1777 κατέληξε ότι όλα τα οξέα περιέχουν οξυγόνο. Μάλιστα ήταν ο πρώτος που ονόμασε το στοιχείο αυτό από τις ελληνικές λέξεις "οξύς" (ξινός) και "γεννώ". Δηλαδή "οξυγόνο" σημαίνει "αυτό που γεννά οξέα".
Το 1772 ο Joseph Priestly ανακάλυψε το αέριο υδροχλωρικό οξύ, που προέκυπτε από την επίδραση πυκνού θειικού οξέος σε μαγειρικό αλάτι . Η διάλυσή του αερίου στο νερό έδινε διαλύματα με όλες τις χαρακτηριστικές ιδιότητες των οξέων. Το ονόμασε μάλιστα "μουριακό οξύ", από τη λατινική λέξη "muria" που σημαίνει αλατόνερο (σαλαμούρα). Το 1779 ο Lavoisier υποστήριζε ότι το μουριακό οξύ περιέχει οξυγόνο.
Ο πρώτος που αμφισβήτησε τις απόψεις του Lavoisier ήταν ο Humphry Davy το 1811 που έδειξε ότι το υδροχλωρικό οξύ δεν περιέχει οξυγόνο. Ήδη από το 1910 έγραφε: " Τα πειράματά μου, τα οποία έχω επαναλάβει πολλές φορές, με αναγκάζουν να αμφιβάλω αν το μουριακό οξύ περιέχει οξυγόνο".
Το 1838 ο Justig Liebig πρότεινε ότι τα οξέα περιέχουν ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου, τα οποία μπορούν να αντικατασταθούν από άτομα μετάλλων και να προκύψουν ενώσεις οι οποίες δεν είναι οξέα.
Μετά από περίπου 50 χρόνια ο Arrhenius πρότεινε τη δικιά του θεωρία, η οποία ερμήνευε τις ιδιότητες όλων των οξέων που ήταν τότε γνωστά.