Οι ουσίες που εμφανίζουν τις κοινές ιδιότητες των οξέων λέγεται ότι παρουσιάζουν όξινο χαρακτήρα.
Οι ιδιότητες αυτές είναι κυρίως χημικές και είναι οι εξής:
1. Έχουν χαρακτηριστική ξινή (όξινη) γεύση.
2. Αλλάζουν το χρώμα ορισμένων φυσικών δεικτών.
3. Διασπούν τα ανθρακικά άλατα (όπως το μάρμαρο και τη σόδα) με ταυτόχρονη παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα (CO 2 ).
4. Αντιδρούν με δραστικά μέταλλα και εκλύεται υδρογόνο (Η 2 ).
Όμως τις παραπάνω ιδιότητες όλα τα οξέα δεν της έχουν στον ίδιο βαθμό.
Για παράδειγμα, όλα τα ροφήματα που καθημερινά καταναλώνονται και είναι όξινα διαλύματα (π.χ. το γάλα που περιέχει γαλακτικό οξύ, ο χυμός του λεμονιού κιτρικό οξύ, το κρασί τρυγικό οξύ κ.τ.λ.), δεν είναι το ίδιο ξινά. Άλλα από αυτά είναι περισσότερο και άλλα λιγότερο ξινά.
Επίσης όλα τα οξέα δεν αντιδρούν το ίδιο έντονα με τα μέταλλα και το μάρμαρο (CaCO 3 ).
Τέλος όταν αραιωθεί ένα διάλυμα οξέος, δηλαδή προστεθεί σε αυτό νερό, τότε ο όξινος χαρακτήρας του γίνεται λιγότερο έντονος. Για παράδειγμα αν αραιωθεί το ξίδι γίνεται λιγότερο ξινό.
Την ένταση με την οποία εκδηλώνεται ο όξινος χαρακτήρας τη λέμε και οξύτητα. Έτσι συνηθίζεται ένα διάλυμα οξέος να χαρακτηρίζεται ως ελαφρώς όξινο, λίγο όξινο, όξινο ή πολύ όξινο ανάλογα με την οξύτητά του.
Η οξύτητα ενός διαλύματος μπορεί να μετρηθεί με την κλίμακα του ρΗ (πεχα). Στην κλίμακα αυτή, τα διαλύματα των οξέων παίρνουν τιμές από 0 έως 7. Όσο πιο μικρή είναι η τιμή του pH, τόσο μεγαλύτερη είναι η οξύτητα του διαλύματος.
Σύμφωνα μάλιστα, με τη θεωρία του Arrhenius, όσο η περιεκτικότητα των κατιόντων υδρογόνου (H + ) στο διάλυμα αυξάνεται, τόσο πιο όξινο είναι και τόσο πιο μικρή είναι η τιμή του pH.